- ενθύμημα
- Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ εικότων ή σημείων». Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, αναφέρονται ως ε. οι συλλογισμοί: «Οι σοφοί είναι δίκαιοι, αφού ο Σωκράτης ήταν σοφός και δίκαιος» ή «Ο Πιττακός είναι φιλελεύθερος, επειδή οι φιλότιμοι άντρες είναι φιλελεύθεροι και ο Πιττακός είναι φιλότιμος».
Όλοι σχεδόν οι συλλογισμοί στην πραγματικότητα είναι ε. Για παράδειγμα, το ε. «αναπνέεις, άρα ζεις» ισοδυναμεί με τον πλήρη συλλογισμό «Αν αναπνέεις, ζεις. Αναπνέεις, άρα ζεις».
* * *το (AM ἐνθύμημα) [ενθυμούμαι]σκέψη, στοχασμός, συλλογισμόςνεοελλ.(λογ.) συλλογισμός που εκφέρεται ατελώς, στον οποίο δηλ. παραλείπεται ως ευκόλως νοουμένη μία από τις προκείμενες προτάσειςμσν.- νεοελλ.αναμνηστικό, ενθύμιο, ανάμνηση, θυμητάριαρχ.1. έννοια, σημασία, νόημα (σε αντιδιαστολή προς τη λέξη)2. (στη Λογική τού Αριστοτ.) ρητορικός συλλογισμός που απορρέει από πιθανές προτάσεις (σε αντιδιαστολή προς τον αποδεικτικό συλλογισμό)3. επινόηση, επινόημα, εφεύρεση («Ἀγησίλαος μικρῷ, καιρίῳ δ' ἐνθυμήματι ηὐδοκίμησε», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.